ἀντι-στηρίζω

ἀντι-στηρίζω

ἀντι-στηρίζω (s. στηρίζω), 1) unterstützen, LXX. – 2) widerstreben, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀντεστηρίζοντο — ἀντί στηρίζω make fast imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντικοντώ — ἀντικοντῶ ( όω) (Α) στηρίζω με ξύλινο υποστήριγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + * κοντώ < κοντός «μακρύ ξύλινο ραβδί, κοντάρι»] …   Dictionary of Greek

  • θέλυμνον — θέλυμνον, τὸ (Α) στον πληθ. τά θέλυμνα τα θεμέλια, οι βάσεις τών πραγμάτων, τα στοιχεία τού κόσμου («θέλυμνά τε καὶ στερεωπά», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμηρο μόνο ως β συνθετικό, ενώ ο τ. θέλυμνα στον Εμπεδοκλή προτάθηκε ως διόρθωση αντί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”