πεποιθία, ἡ, = Vorigem, Sp.; Hesych. erkl. ἐλπίς, προςδοκία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεποιθία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐλπίς, προσδοκία». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακμ. πέποιθα τού πείθω* + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
πεποιθίαν — πεποιθίᾱν , πεποιθία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)