- ἀντι-πλήσσω
ἀντι-πλήσσω, dagegen schlagen, Arist. magn. mor. 1, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-πλήσσω, dagegen schlagen, Arist. magn. mor. 1, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριοττίς — ίδος ή Μ περιτραχήλι ή σκουλαρίκι με τρεις οπές ή με τρεις πολύτιμους λίθους σε σχήμα οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄσσε, τώ «τα δυο μάτια» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. ψηφίς). Ο τ. εμφανίζει τα χαρακτηριστικά στην αττ. ττ αντί τών σσ (πρβλ.… … Dictionary of Greek