- πεπαντικός
πεπαντικός, reif machend, erweichend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπαντικός, reif machend, erweichend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπαντικός — ή, όν, Α [πεπαίνω] 1. αυτός που συντελεί στην ωρίμαση ή στο μαλάκωμα, μαλακτικός («λουτρὸν πτυάλου πεπαντικόν», Ιπποκρ.) 2. φρ. «πεπαντικὸν μέλος» κατευναστικό, καταπραϋντικό τραγούδι … Dictionary of Greek
πεπαντικόν — πεπαντικός able to ripen masc acc sg πεπαντικός able to ripen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπαντικήν — πεπαντικός able to ripen fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)