- πεπειρότης
πεπειρότης, ητος, ἡ, das Reifsein, Arist. plant. 2, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπειρότης, ητος, ἡ, das Reifsein, Arist. plant. 2, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπειρότης — ητος, ἡ, Α [πέπειρος] η ωριμότητα … Dictionary of Greek