- πεπιασμένως
πεπιασμένως, vollgedrückt, Hesych. v. βύζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπιασμένως, vollgedrückt, Hesych. v. βύζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπιασμένως — πιάζω perf part mp masc acc pl (doric) πεπῑασμένως , πιαίνω fatten perf part mp masc acc pl (doric) πιέζω Ep.. perf part mp masc acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπιεσμένως — ή πεπιασμένως, Α επίρρ. με πίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπιεσμένος / πεπιασμένος, μτχ. παρακμ. τού πιέζω / πιάζω] … Dictionary of Greek