- πεπερασμένως
πεπερασμένως, begränzt, bestimmt, Arist. anal. 1, 21, Bekker πεπερασμενάκις. Vgl. περαίνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπερασμένως, begränzt, bestimmt, Arist. anal. 1, 21, Bekker πεπερασμενάκις. Vgl. περαίνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπερασμένως — περαίνω bring to an end perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπερασμένος — η, ο / πεπερασμένος, η, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πέρας, που έχει όρια χρονικά ή τοπικά 2. το ουδ. ως ουσ. το πεπερασμένο (φιλοσ.) αυτό που έχει όρια στον χρόνο, στον χώρο, στο μέγεθος, στον αριθμό ή στη δύναμη, το αντίθετο τού απείρου 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek