- ἀντι-προς-ερεῖν
ἀντι-προς-ερεῖν, fut. zu ἀντιπροσειπεῖν; davon ἀντιπροςεῤῥήϑη Xen. Mem. 3, 13, 1, sein Gruß wurde nicht erwidert.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-προς-ερεῖν, fut. zu ἀντιπροσειπεῖν; davon ἀντιπροςεῤῥήϑη Xen. Mem. 3, 13, 1, sein Gruß wurde nicht erwidert.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek