ἀντ-αύγεια

ἀντ-αύγεια

ἀντ-αύγεια, , dasselbe, Xen. Cyn. 5, 18; Plut. oft, z. B. ὥσπερ ἐν τοῖς ἐσόπτροις τὰ φαινόμενα κατ' ἀνταύγειαν de gen. Socr. 22 (p. 347).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταύγεια — καταύγεια, ἡ (Α) καταυγασμός*, φωτισμός, λαμπρότητα, το καθαρό ή λαμπρό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αύγεια (< αυγής < *αὖγος, το < αὐγή), πρβλ. αντ αύγεια, δι αύγεια] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”