- προ-παγής
προ-παγής, ές, vorn befestigt, hart u. hervorsteyend, ὀφϑαλμός, Luc. musc. enc. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-παγής, ές, vorn befestigt, hart u. hervorsteyend, ὀφϑαλμός, Luc. musc. enc. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προπαγής — ές, Α αυτός που είναι στερεωμένος μπροστά, που προεξέχει («ὀφθαλμοὶ προπαγεῑς πολὺ τοῡ κέρατος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παγής (< πήγνυμι «στερεώνω, μπήγω»), πρβλ. συμ παγής, εφόσον δεν πρόκειται, όπως μερικοί υποστηρίζουν, για εσφ.… … Dictionary of Greek