- ἀντραῖος
ἀντραῖος (ἄντρον), höhlenbewohnend, Eur. frg. bei Stephan. Byz.; Eupol. Mein. II, 434.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντραῖος (ἄντρον), höhlenbewohnend, Eur. frg. bei Stephan. Byz.; Eupol. Mein. II, 434.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αντραίος — ἀντραῑος, α, ον (Α) [άντρο] αυτός που συχνάζει ή ζει στα σπήλαια … Dictionary of Greek
ἀντραία — ἀντραίᾱ , ἀντραῖος haunting caves fem nom/voc/acc dual ἀντραίᾱ , ἀντραῖος haunting caves fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άντρο — το (Α ἄντρον) σπήλαιο που χρησιμεύει ως τόπος διαμονής ανθρώπων, ζώων ή νυμφών νεοελλ. μτφ. καταφύγιο ή ορμητήριο κακοποιών αρχ. εσωτερικός θάλαμος, δωμάτιο, αποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. ταυτίζεται με το αρμ. ayr «σπηλιά». Το λατ. antrum αποτελεί… … Dictionary of Greek