- ἀντρο-ειδής
ἀντρο-ειδής, ές, höhlen-, grottenartig, κοιλότης Plut. plac. phil. 3, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντρο-ειδής, ές, höhlen-, grottenartig, κοιλότης Plut. plac. phil. 3, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαστοειδής — ές 1. αυτός που είναι όμοιος με μαστό, αυτός που έχει σχήμα μαστού 2. φρ. «μαστοειδής απόφυση» ανατ. η απόφυση τού κατώτερου και οπίσθιου μέρους τού κροταφικού οστού, στην οποία καταφύονται πολλοί μύες τού λαιμού και η οποία περιέχει κοιλότητες,… … Dictionary of Greek