ἀν-σασμός, ὁ, Ausgleichung, Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σασμός — ο, Ν βλ. σιασμός … Dictionary of Greek
σιασμός — και σασμός, ο, Ν [σιάζω / σάζω] 1. το σιάξιμο 2. παροιμ. «σιασμός αγιασμός» δηλώνει ότι η συνδιαλλαγή, ο διάλογος είναι σε κάθε περίπτωση ευλογία Θεού … Dictionary of Greek