- πιπρήσκω
πιπρήσκω, ion. = πιπράσκω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιπρήσκω, ion. = πιπράσκω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιπράσκω — και ιων. τ. πιπρήσκω Α 1. (γενικά) πουλώ 2. (ειδικά) (σχετικά με πρόσ. και πράγματα) πουλώ κάτι για εξαγωγή, κάνω εξαγωγή 3. μτφ. προδίδω κάποιον προκειμένου να αποκτήσω χρήματα («πεπρακόσιν ἑαυτοὺς εἰς τἀναντία τοῑς τῇ πατρίδι συμφέρουσιν»,… … Dictionary of Greek