- ὀμπνηρός
ὀμπνηρός, = ὄμπνιος, Hesych., ὕδωρ, was er τρόφιμον erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμπνηρός, = ὄμπνιος, Hesych., ὕδωρ, was er τρόφιμον erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομπνηρός — ὀμπνηρός, ά, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνηρὸν ὕδωρ τρόφιμον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνη «δημητριακός καρπός για τροφή» + κατάλ. ηρός (πρβλ. λυπηρός, τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek