- ὀμπνικός
ὀμπνικός, = Vorigem, ὕδωρ, von Suid. τρόφιμον erklärt
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμπνικός, = Vorigem, ὕδωρ, von Suid. τρόφιμον erklärt
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομπνικός — ὀμπνικός, ή, όν (Α) (εσφ. γρφ.) βλ. ομπνιακός … Dictionary of Greek