ἀμπελῖτις

ἀμπελῖτις

ἀμπελῖτις, γῆ, Erde zum Belegen der Weinstöcke, Diosc.; Strab. VII, 316.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμπελίτις γη — ἀμπελῑτις γῆ (Α) [ἄμπελος] 1. έδαφος κατάλληλο για αμπέλι 2. είδος χώματος, ασφαλτούχου, που χρησίμευε για να θεραπεύει τη φθειρίαση τού αμπελιού …   Dictionary of Greek

  • ἀμπελῖτις — of fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπελῖτιν — ἀμπελῖτις of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ampelita — (Del lat. ampelitis.) ► sustantivo femenino MINERALOGÍA Pizarra negra y rica en componentes bituminosos. * * * ampelita (del lat. «ampelītis», del gr. «ampelîtis») f. Pizarra blanda, aluminosa, de la que se hacen lápices de *carpintero. * * *… …   Enciclopedia Universal

  • -ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… …   Dictionary of Greek

  • φαρμακίτης — (I) ὁ, θηλ. φαρμακῑτις, ίτιδος, Α 1. παρασκευασμένος με δηλητήρια ή με μαγικά φίλτρα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδηφάγος» 3. (το θηλ. ως κύριο όν.) Φαρμακῑτις (ενν. βίβλος) τίτλος χαμένου έργου, σχετικού με τα φάρμακα, τού Ιπποκράτους 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • ἀμπελίτιδα — ἀμπελί̱τιδα , ἀμπελῖτις of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπελίτιδι — ἀμπελί̱τιδι , ἀμπελῖτις of fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπελίτιδος — ἀμπελί̱τιδος , ἀμπελῖτις of fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ampelita — (Del lat. ampelītis, y este del gr. ἀμπελῖτις). f. Pizarra blanda, aluminosa y muy manchada de antracita, que suele usarse para hacer lápices de carpintero …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”