- ἀμπελ-άνθη
ἀμπελ-άνθη, ἡ, Weinblüthe, Luc. V. H. 2, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμπελ-άνθη, ἡ, Weinblüthe, Luc. V. H. 2, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολιάνθη — ἡ, Α μύρο που λαμβανόταν από το φυτό πόλιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλιον + ἄνθη «άνθισμα» (< ἀνθῶ), πρβλ. αμπελ άνθη, οιν άνθη] … Dictionary of Greek
οινάνθη — Μητέρα της αυλητρίδας και εταίρας Αγαθόκλειας από τη Σάμο. Η Ο. είχε συστήσει την κόρη της στον βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο Δ’ τον Φιλοπάτορα. Ο Πτολεμαίος είχε αγαπήσει παράφορα την όμορφη Αγαθόκλεια και έπεσε θύμα των απαιτήσεων της, καθώς… … Dictionary of Greek
σχοινάνθη — ἡ, ΜΑ το άνθος τού σχοίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + ἄνθη «άνθηση» (< ἄνθος), πρβλ. ἀμπελ άνθη] … Dictionary of Greek
στεφάνι — Ο στέφανος των αρχαίων Ελλήνων. Το σ. χρησίμευε για στόλισμα του κεφαλιού σε όλους τους αρχαίους ανατολικούς λαούς. Οι Έλληνες άρχισαν να το χρησιμοποιούν στους μεταομηρικούς χρόνους, και συνδεόταν αρχικά με τη θεία λατρεία. Τα σ. τα κατασκεύαζαν … Dictionary of Greek
αβελία — (abelia).Φυλλοβόλοι ή αείφυλλοι θάμνοι της οικογένειας των αιγοκληματιδών ή καπριφολιιδών. Πατρίδα τους είναι οι εύκρατες περιοχές της κεντρικής και ανατολικής Ασίας (Θιβέτ, Κίνα, Κορέα, Ιαπωνία). Δύο είδη κατάγονται από το Μεξικό. Μπορούν να… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek