- ἀμπελο-γενής
ἀμπελο-γενής, ές, vom Weinstock erzeugt, Arist. phys. ausc. 2, 8 (199, 12).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμπελο-γενής, ές, vom Weinstock erzeugt, Arist. phys. ausc. 2, 8 (199, 12).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χορτογενής — ές, Μ αυτός που προέρχεται από χόρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ἀμπελο γενής] … Dictionary of Greek