ἀϋτμή

ἀϋτμή

ἀϋτμή (ἄω, ἄημι), ἡ, Hauch, Athem, εἰς ὅ κ' ἀυτμὴ ἐν στήϑεσσι μένῃ Il. 9, 609; Wind des Blasebalgs 18, 471; vom Winde Od. 11, 400; Duft des Oels Il. 14, 174; κνίσης Od. 12, 369; πυρός, Feuerqualm, Rauch, 16, 290; die Lohe 9, 389; vgl. Hes. Th. 861; öfter bei späteren Dichtern; ϑήρειος ἀϋτμή Opp. C. 1, 466, die Witterung des Wildes.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αϋτμή — ἀϋτμή, η (Α) 1. πνοή, αναπνοή 2. «πυρὸς ἀϋτμή», «ἀϋτμαὶ Ἡφαίστοιο» η θερμή πνοή του Ηφαίστου, η ζέστη από τη φωτιά 3. άρωμα, ευωδιά 4. οσμή, μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. φαίνεται να συνδέεται τόσο λόγω της μορφής και της σημασίας με… …   Dictionary of Greek

  • ἀυτμῇ — ἀϋτμῇ , ἀυτμή breath fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀυτμή — ἀϋτμή , ἀυτμή breath fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀυτμήν — ἀϋτμήν , ἀυτμή breath fem acc sg (attic epic ionic) ἀϋτμήν , ἀυτμή breath masc nom/voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • UNGUENTUM — pro vario usu multiplex est. Auctor est Athenaeus, priscos Graecos adeo eorum fuisse studioso, ut expioratum habuerint, ecquod Unguentum cuique membro esset accommodatum, Dipnosophist. l. 15. Ο῞τι δὶα σπουδῆς ἦν τοῖς παλαιοτέροις ἡ τῶν μύρων… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν …   Dictionary of Greek

  • εισόκε — εἰσόκε( ν) και δωρ. τ. εἰσόκα (Α) 1. μέχρις ότου, μέχρι τού σημείου που («εἰς ὅ κε σ ἤ ἄλοχον ποιήσεται ἤ ὅ γε δούλην») 2. εφ όσον, τόσο χρόνο όσο («εἰς ὅ κ ἀϋτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ») …   Dictionary of Greek

  • εύπρηστος — η, ο (ΑΜ εὔπρηστος, ον) αυτός που καίγεται εύκολα, ο εύφλεκτος αρχ. (φρ) «εὔπρηστος ἀυτμή» δυνατό φύσημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρηστος (< πίμπρημι «καίω»)] …   Dictionary of Greek

  • νήυτμος — νήϋτμος, ον (Α) αυτός που δεν έχει, αναπνοή, άπνους («κεῑται νήϋτμος τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτόν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἀϋτμή «πνοή, αναπνοή»] …   Dictionary of Greek

  • ἀυτμαῖς — ἀϋτμαῖς , ἀυτμή breath fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀυτμαί — ἀϋτμαί , ἀυτμή breath fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”