- ὀϊστο-δόκη
ὀϊστο-δόκη, ἡ, = Folgdm; adj. bei Ap. Rh. 1, 1194, ὀϊστοδόκην μὲν ἐπὶ χϑονὶ ϑῆκε φαρέτρην.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀϊστο-δόκη, ἡ, = Folgdm; adj. bei Ap. Rh. 1, 1194, ὀϊστοδόκην μὲν ἐπὶ χϑονὶ ϑῆκε φαρέτρην.
http://www.zeno.org/Pape-1880.