- ὀψί-φυγος
ὀψί-φυγος, spät fliehend, Arcad. 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀψί-φυγος, spät fliehend, Arcad. 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόσφυγος — ον, ΜΑ αυτός που καταφεύγει κάπου για ασφάλεια και προστασία («εἰς τὴν Μελιτηνὴν ἔτι πρόσφυγος ἦν», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για θεματ. μορφή τού πρόσφυξ (πρβλ. οψί φυγος)] … Dictionary of Greek
οψίφυγος — ὀψίφυγος, ον (Α) αυτός που φεύγει αργά, καθυστερημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + φυγος (< φυγή)] … Dictionary of Greek