- ὀψί-τεκνος
ὀψί-τεκνος, spät Kinder bekommend, Lycophr. 1272.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀψί-τεκνος, spät Kinder bekommend, Lycophr. 1272.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οψίτεκνος — ὀψίτεκνος, ον (Α) οψίγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. πολύ τεκνος] … Dictionary of Greek