ἀ-ψηλάφητος

ἀ-ψηλάφητος

ἀ-ψηλάφητος, nicht betastet, nicht versucht, Pol. 8, 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψηλαφητός — that can be felt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηλαφητός — ή, ό / ψηλαφητός, ή, όν, ΝΜΑ [ψηλαφώ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ψηλαφήσει, να αγγίξει με τα δάχτυλά του, υπαρκτός, απτός (α. «ψηλαφητό πράγμα» β. «ψηλαφητὴ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις», Γρηγ. Νύσσ.) νεοελλ. μτφ. προφανής, ολοφάνερος («ψηλαφητή… …   Dictionary of Greek

  • ψηλαφητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί κανείς να ψηλαφήσει ή να πιάσει, χειροπιαστός. 2. ολοφάνερος: Αυτή είναι ψηλαφητή απόδειξη της αθωότητάς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψηλαφητόν — ψηλαφητός that can be felt masc acc sg ψηλαφητός that can be felt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηλαφητοί — ψηλαφητός that can be felt masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηλαφητῆς — ψηλαφητός that can be felt fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηλαφητή — ψηλαφητός that can be felt fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηλαφητῷ — ψηλαφητός that can be felt masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηλαφητά — ψηλαφητά̱ , ψηλαφητής one who feels masc nom/voc/acc dual ψηλαφητής one who feels masc voc sg ψηλαφητής one who feels masc nom sg (epic) ψηλαφητός that can be felt neut nom/voc/acc pl ψηλαφητά̱ , ψηλαφητός that can be felt fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηλαφητῶν — ψηλαφητής one who feels masc gen pl ψηλαφητός that can be felt fem gen pl ψηλαφητός that can be felt masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απτός — ή, ό (AM ἀπτός, ή, όν) [άπτω] ο χειροπιαστός, ο ψηλαφητός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”