- ὀψο-δόκη
ὀψο-δόκη, ἡ, = ὀψοϑ ήκη, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀψο-δόκη, ἡ, = ὀψοϑ ήκη, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογχοδόκη — η δερμάτινη θήκη τής σαγής τών λογχοφόρων ιππέων μέσα στην οποία στηριζόταν το κάτω άκρο τής λόγχης κατά την πορεία, αλλ. λογχοφόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχος + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη, οψο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ.… … Dictionary of Greek