ὀψητήρ

ὀψητήρ

ὀψητήρ, ῆρος, ὁ, = ἑψητήρ, Theodorid. bei Ath. VI, 229 a, was Mein. in ἑψητήρ oder ὀπτητήρ ändern will.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οψητήρ — ὀψητήρ, ῆρος, ὁ (Α) πιθ. αγγείο για το βράσιμο τών φαγητών, χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε ἑψητήρ < ἕψω*] …   Dictionary of Greek

  • ὀψητῆρι — ὀψητήρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”