- ὀψο-ποιός
ὀψο-ποιός, Speisen (lecker) zubereitend, Koch; Her. 9, 82; Plat. Theaet. 178 d Gorg. 464 d; neben μάγειρος, Rep. II, 373 c; Xen. Cyr. 5, 5, 39 Mem. 2, 1, 30 u. öfter, u. Folgde, wie Ath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀψο-ποιός, Speisen (lecker) zubereitend, Koch; Her. 9, 82; Plat. Theaet. 178 d Gorg. 464 d; neben μάγειρος, Rep. II, 373 c; Xen. Cyr. 5, 5, 39 Mem. 2, 1, 30 u. öfter, u. Folgde, wie Ath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρηπιδοποιός — κρηπιδοποιός, ὁ (Α) υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. γελωτο ποιός, οψο ποιός] … Dictionary of Greek