ὀψι-γενής

ὀψι-γενής

ὀψι-γενής, ές, spät geworden, geboren, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιγενής — ές, ΜΑ (επικ. τ.) αυτός που γεννήθηκε στη γη («χαμαιγενέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ὀψι γενής, παλαι γενής] …   Dictionary of Greek

  • οψιγενής — ές (Α ὀψιγενής, ές) αυτός που γεννιέται όψιμα, καθυστερημένα νεοελλ. 1. αυτός που γεννήθηκε μετά τον θάνατο τού πατέρα του 2. αυτός που εκδηλώνεται παράκαιρα («οψιγενές ενδιαφέρον») 3. φρ. «οψιγενείς κληρονόμοι» κληρονόμοι που αναγνωρίζονται ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”