ὀψινός

ὀψινός

ὀψινός, = ὄψιος, von Phryn. p. 51 verworfen, einzeln bei Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οψινός — ὀψινός, ή, όν (ΑΜ) όψιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψέ + κατάλ. ινός (πρβλ. εωθ ινός)] …   Dictionary of Greek

  • ὀψινός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψινόν — ὀψινός masc acc sg ὀψινός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιναῖς — ὀψινός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψινοῖς — ὀψινός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψινῆς — ὀψινός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψινή — ὀψινός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψινήν — ὀψινός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… …   Dictionary of Greek

  • λίβας — ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας) πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.) νεοελλ. πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”