- ὀψι-φανής
ὀψι-φανής, ές, spät erscheinend, aufgehend, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀψι-φανής, ές, spät erscheinend, aufgehend, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οψιφανής — ές (Α ὀψιφανής, ές) αυτός που φάνηκε αργά, με καθυστέρηση. επίρρ... οψιφανώς με οψιφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + φανής (< φαίνω / φαίνομαι)] … Dictionary of Greek