ὀψισμός, ὁ, die Verspätung, D. Hal. 4, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οψισμός — ὀψισμός, ὁ (Α) [οψίζω] βραδύτητα, καθυστέρηση … Dictionary of Greek
ὀψισμοῦ — ὀψισμός a being too late masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψισμόν — ὀψισμός a being too late masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)