ὀψι-πέδων

ὀψι-πέδων

ὀψι-πέδων, ωνος, ὁ, Einer, der lange in Fesseln gelegen hat, Men. bei Phot.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριπέδων — ωνος, ὁ, ἡ, Μ δούλος ή κακοποιός που τού έχουν βάλει δεσμά τρεις ή και περισσότερες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πέδων (< πέδη «δεσμός»), πρβλ. ὀψι πέδων] …   Dictionary of Greek

  • οψιπέδων — ὀψιπέδων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που για πολύ χρόνο ήταν δεμένος με αλυσίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + πέδων (< πέδη «δεσμός»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”