ἀ-ψόφητος

ἀ-ψόφητος

ἀ-ψόφητος, geräuschlos, still, ὀξέων κωκυμάτων, ohne lauter Wehklagen Geräusch, Soph. Ai. 314.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγαλοψόφητος — μεγαλοψόφητος, ον (Α) 1. (για τα κύματα που παφλάζουν) αυτός που ηχεί δυνατά, παταγώδης 2. μτφ. αυτός που θρηνεί δυνατά, μεγαλοφώνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ψόφητος (< ψοφῶ «προκαλώ θόρυβο»), πρβλ. α ψόφητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”