ἀ-χώνευτος

ἀ-χώνευτος

ἀ-χώνευτος, nicht geschmolzen, nicht zu schmelzen, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χωνευτός — formed of cast metal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωνευτός — ή, ό / χωνευτός ή, όν, ΝΜΑ [χωνεύω] (για μέταλλα) χυτός νεοελλ. 1. ενσωματωμένος στο εσωτερικό τοίχου, ξύλου ή άλλου υλικού (α. «χωνευτή κεφαλή βίδας» β. «χωνευτά ντουλάπια») 2. το ουδ. ως ουσ. το χωνευτό (παλ. τ.) η ιδιότητα τών μετάλλων να… …   Dictionary of Greek

  • χωνευτός — ή, ό 1. στα μέταλλα, αυτός που χωνεύτηκε, ο χυτός. 2. ο χωμένος μέσα σε τοίχο, σε ξύλο κ.α: Έχει χωνευτή ηλεκτρική εγκατάσταση. 3. το ουδ. ως ουσ., χωνευτό η ιδιότητα των μετάλλων να λιώνουν όταν θερμαίνονται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωνευτόν — χωνευτός formed of cast metal masc acc sg χωνευτός formed of cast metal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωνευτοῖς — χωνευτός formed of cast metal masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωνευτοί — χωνευτός formed of cast metal masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωνευτούς — χωνευτός formed of cast metal masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωνευτή — χωνευτός formed of cast metal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωνευτά — χωνευτά̱ , χωνευτής smelier masc nom/voc/acc dual χωνευτής smelier masc voc sg χωνευτής smelier masc nom sg (epic) χωνευτός formed of cast metal neut nom/voc/acc pl χωνευτά̱ , χωνευτός formed of cast metal fem nom/voc/acc dual χωνευτά̱ , χωνευτός …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωνευτῶν — χωνευτής smelier masc gen pl χωνευτός formed of cast metal fem gen pl χωνευτός formed of cast metal masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • слиянный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прич. (греч. χωνευτός) расплавленный, сделанный из металла. … …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”