ἀχώρ

ἀχώρ

ἀχώρ, ῶρος, ὁ, nach Arcad. p. 20 ἄχωρ zu schreiben, den accus. will Mein. II, 1120 ἄχορα schreiben, der in Ar. fr. B. A. 474 ἄχωρα lautet; Grind, Schorf, B. A. p. 6 οἱ μὲν τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ πίτυρον· οἱ δὲ πιϑανώτερον τὰ ἐν αὐτῇ ἑλκύδριατὰ κνησμόν τινα παρέχοντα; Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄχωρ — scurf masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άχωρ — Είδος δερματομυκητίασης που οφείλεται στον μύκητα αχόριο του Schonlein. Προσβάλλει τον άνθρωπο και ιδιαίτερα τα παιδιά, καθώς επίσης και ορισμένα ζώα (άλογα, κουνέλια κ.ά.). Είναι νόσος μεταδοτική και μπορεί να εξαπλωθεί γρήγορα αρχίζοντας από το …   Dictionary of Greek

  • ἄχορ' — ἄχορα , ἄχορος without the dance neut nom/voc/acc pl ἄχορε , ἄχορος without the dance masc/fem voc sg ἄχορα , ἄχωρ scurf masc acc sg ἄχορι , ἄχωρ scurf masc dat sg ἄχορε , ἄχωρ scurf masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασίδα — και κασσίδα και κατσίδα, ἡ (Μ κασ[σ]ίδα) κοινή ονομασία τής νόσου αχώρ ή άχωρ, μολυσματική αρρώστια τού τριχωτού τού δέρματος τού κεφαλιού νεοελλ. φρ. α) «το γαρούφαλο στ αφτί κι η κασίδα στην κορφή» για φτωχούς που ζητούν μεγαλεία β) «τόν τρώει… …   Dictionary of Greek

  • acores — ► sustantivo masculino plural MEDICINA Enfermedad de la piel, semejante a la tiña mucosa. * * * acores (del lat. «achōres», del gr. «achṓr») m. pl. Med. Cierta *erupción semejante a la tiña, propia especialmente de los niños, que sale en la… …   Enciclopedia Universal

  • άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… …   Dictionary of Greek

  • φυλλαχώρα — η, Ν (μυκητ.) γένος ασκομυκήτων που ανήκει στην τάξη ξυλαριώδη ή σφαιριώδη τής κλάσης πυρηνομύκητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phyllachōra (< φύλλο + άχωρ «μυκητίαση»] …   Dictionary of Greek

  • ἄχορα — ἄχορος without the dance neut nom/voc/acc pl ἄχωρ scurf masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχορος — without the dance masc/fem nom sg ἄχωρ scurf masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • acores — (Del lat. achōres, y este del gr. ἀχώρ). m. pl. Med. Erupción semejante a la tiña mucosa, especialmente en la cabeza y la cara de los niños …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”