παχύτης

παχύτης

παχύτης, ητος, ἡ, Dicke, Dickheit, Her. 4. 23. 7, 36, Feistigkeit, Arist. H. A. 9, 5; auch übtr. Dummheit, Stumpfsinn, Sp., S. Emp. adv. gramm. 70.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παχύτης — thickness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύτης — (pachyta). Γένος εντόμων της οικογένειας των κεραμβυκιδών. Πρόκειται για μεγάλου ή μετρίου μεγέθους έντομα, που ζουν στις ορεινές περιοχές του Bορείου Hμισφαιρίου. Το αξιολογότερο είδος είναι η π. η τετρακήλιδη, μεγάλου σχετικώς μεγέθους, με… …   Dictionary of Greek

  • παχύτησιν — παχύτης thickness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύτητα — παχύτης thickness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύτητας — παχύτης thickness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύτητες — παχύτης thickness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύτητι — παχύτης thickness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύτητος — παχύτης thickness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek

  • παχύτητα — η / παχύτης, ητος, ΝΜΑ [παχύς] (για πρόσ. και ζώα) παχυσαρκία, ευσαρκία, πάχος νεοελλ. αρχ. 1. το πάχος ενός πράγματος, ο όγκος, το χόντρος 2. (για υγρά) πυκνότητα, η παχιά σύσταση, το παχύρρευστο 3. μτφ. η νωθρότητα στο πνεύμα, ηλιθιότητα, μωρία …   Dictionary of Greek

  • ԹԱՆՁՐԱՄՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0796 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 12c, 13c գ. παχύτης crassitudo (mentis), ruditas Թանձրամիտն գոլ. տխմարութիւն. *Մի՛տ դիր թանձրամտութեան առնն ... երեւելի իրաց իմն կարօտանան թանձրամիտք: Թանձրամտութիւն եւ տկարութիւն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”