- ἀχθήεις
ἀχθήεις, εσσα, εν, belastet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχθήεις, εσσα, εν, belastet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek