ὀχλο-κρατία

ὀχλο-κρατία

ὀχλο-κρατία, , Herrschaft des großen Haufens, Pöbelherrschaft, Pol. 6, 4, 6. 57, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πορνοκρατία — η, Ν 1. καθεστώς κατά το οποίο κυριαρχούν οι πόρνες 2. φρ. «εποχή πορνοκρατίας» εκκλ. μεταβατική περίοδος τής ιστορίας τού παπισμού στη διάρκεια τής οποίας ο έλεγχος τού παπικού θρόνου είχε περιέλθει στην τοσκανική φατρία τού Αδελβέρτου και τής… …   Dictionary of Greek

  • τραμπουκοκρατία — η, Ν επικράτηση τών τραμπούκων σε έναν τομέα τής κοινωνικής ή πολιτικής ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραμπούκος + κρατία (< κρατης < κράτος), πρβλ. οχλο κρατία. Η λ. μαρτυρέται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”