- ἀχθο-φόρος
ἀχθο-φόρος, lasttragend, κτήνεα Her. 7, 187 u. Sp., wie Ael. H. A. 2, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχθο-φόρος, lasttragend, κτήνεα Her. 7, 187 u. Sp., wie Ael. H. A. 2, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωοφόρος — (I) ο (AM ζωοφόρος και ζωφόρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ζωοπάροχος, ζωοδότης, ζωοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φορος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, πυρ φόρος]. (II) ο (AM ζῳοφόρος και ζῳφόρος, ον) 1. το θηλ. ως ουσ. η ζωοφόρος και ζωφόρος… … Dictionary of Greek
κανηφόρος — Κατά την αρχαιότητα η παρθένος που κρατούσε κάνιστρο, στο οποίο τοποθετούσαν τα διάφορα αντικείμενα της θυσίας (στέφανος, μαχαίρι, λιβανωτό κλπ.) για να μεταφερθούν μέχρι τον βωμό. Στην Αθήνα χρέη κ. εκτελούσε συνήθως η κόρη εκείνου που θυσίαζε… … Dictionary of Greek
καλαθοφόρος — ο αυτός που κρατά καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. αρματο φόρος, αχθο φόρος] … Dictionary of Greek
ζυγοφόρος — ζυγοφόρος, ον και ποιητ. τ. ζυγηφόρος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ζυγό, που φέρει ζυγό («ζυγοφόροι ἵπποι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] … Dictionary of Greek
ζωηφόρος — ο (AM ζωηφόρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ζωοδότης, ζωογόνος, σωτήριος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ζωηφόρος εσφ. τ. αντί ζωφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωή + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, καρπο φόρος] … Dictionary of Greek
ηλεκτροφόρος — α, ο (Μ ἠλεκτροφόρος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που φέρει ηλεκτρισμό, ο αγωγός τού ηλεκτρισμού («ηλεκτροφόρο σύρμα») 2. αυτός που παράγει ηλεκτρισμό («ηλεκτροφόρα μηχανή») 3. το ουδ. ως ουσ. το ηλεκτροφόρο όργανο που επιτρέπει την παραγωγή μικρών… … Dictionary of Greek
ηρωφόρος — ἡρωφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει ήρωες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως, ωος + φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] … Dictionary of Greek
θηροφόρος — θηροφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει, που παράγει άφθονα θηράματα, που έχει άφθονο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρο (< θήρα) + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, τροχο φόρος] … Dictionary of Greek
θυρεοφόρος — θυρεοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει θυρεό, δηλ. μεγάλη επιμήκη ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, κερδο φόρος] … Dictionary of Greek
ιοφόρος — ἰοφόρος ον (Α) αυτός που έχει δηλητήριο, δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιός (ΙΙΙ) + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, σημαιο φόρος] … Dictionary of Greek
ιχθυοφόρος — ο (Α ἰχθυοφόρος, ον) 1. αυτός που μεταφέρει ψάρια («ιχθυοφόρο σκάφος») 2. αυτός που παράγει άφθονα ψάρια («ιχθυοφόρος λίμνη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] … Dictionary of Greek