- ὀχλεύω
ὀχλεύω, = μοχλεύω, wohl nur in VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀχλεύω, = μοχλεύω, wohl nur in VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οχλεύω — ὀχλεύω (Α) οχλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. ὀχλεύονται, που παραδίδει ο Ησύχ., είναι εσφαλμ. γρφ. τού τ. ὀχλεῦνται] … Dictionary of Greek
ὀχλεύει — ὀχλεύω pres ind mp 2nd sg ὀχλεύω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλεύουσιν — ὀχλεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὀχλεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλεύονται — ὀχλεύω pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
ὀχλεύσας — ὀχλεύσᾱς , ὀχλέω move pres part act fem acc pl (epic doric ionic) ὀχλεύσᾱς , ὀχλέω move pres part act fem gen sg (doric) ὀχλεύσᾱς , ὀχλεύω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)