- ἀχλυόεις
ἀχλυόεις, εσσα, εν, finster, dunkel, δεσμός Simonid. (frg. 188) bei Her. 5, 77; αἰϑήρ Ap. Rh. 4, 927; γάμος, geheim, Mus. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχλυόεις, εσσα, εν, finster, dunkel, δεσμός Simonid. (frg. 188) bei Her. 5, 77; αἰϑήρ Ap. Rh. 4, 927; γάμος, geheim, Mus. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αχλυόεις — ἀχλυόεις, εσσα, εν (Α) ο γεμάτος ομίχλη, ο σκοτεινός … Dictionary of Greek
ἀχλυόεις — dark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχλυόεντα — ἀχλυόεις dark neut nom/voc/acc pl ἀχλυόεις dark masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχλυοέσσης — ἀχλυόεις dark fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχλυόεντας — ἀχλυόεις dark masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχλυόεντες — ἀχλυόεις dark masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχλυόεντι — ἀχλυόεις dark masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχλυόεντος — ἀχλυόεις dark masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχλυόεσσα — ἀχλυόεις dark fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχλυόεσσαν — ἀχλυόεις dark fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχλυώδης — ἀχλυώδης, ες (Α) ο αχλυόεις … Dictionary of Greek