- ἀ-χορ-ήγητος
ἀ-χορ-ήγητος, ohne Mittel, Arist. Nic. Eth. 1, 8, 14; ἀναγκαίων, nicht mit dem Nothwendigen ausgestattet, Polit. 4, 1, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-χορ-ήγητος, ohne Mittel, Arist. Nic. Eth. 1, 8, 14; ἀναγκαίων, nicht mit dem Nothwendigen ausgestattet, Polit. 4, 1, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευχορήγητος — εὐχορήγητος, ον (Μ) αυτός που χορηγείται εύκολα, ή άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χορ ηγητος (< χορ ηγώ), πρβλ. αυτο χορ ήγητος, δυσ χορ ήγητος] … Dictionary of Greek