- ἀχνάζω
ἀχνάζω, Hesych., u. äol. ἀχνάσδημι, Alcaeus im E. M., wird ἄχϑεται, μισεῖ, ψέγει erklärt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχνάζω, Hesych., u. äol. ἀχνάσδημι, Alcaeus im E. M., wird ἄχϑεται, μισεῖ, ψέγει erklärt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αχνάζω — ἀχνάζω, (αιολ. τ.) ἀχνάσδημι (Α) είμαι δυστυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνάσδημι αποτελεί παραλλαγή του τ. αχνάζω, το οποίο προήλθε από μεταπλασμό, κατά τα σε άζω, του *άχνημι, *άχναμαι. Οι ενεστωτικοί αυτοί τ. ανήκουν στην ομάδα των άχνυμαι, άχομαι … Dictionary of Greek
ἀχνάζει — ἀχνάζω to be miserable pres ind mp 2nd sg ἀχνάζω to be miserable pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαχνᾶς — ἀπαχνᾶ̱ς , ἀπό ἀχνάζω to be miserable fut ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)