- προ-πείθω
προ-πείθω, vorher überreden, überzeugen, προπεπεισμένος Luc. Alex. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-πείθω, vorher überreden, überzeugen, προπεπεισμένος Luc. Alex. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσπεισθείς — πρό σπένδω make a drink offering aor part pass masc nom/voc sg πρόσ πείθω persuade aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
πειστήριος — α, ο / πειστήριος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πειστήριο κάθε αντικείμενο που συμβάλλει στο να βεβαιωθεί ένα έγκλημα που διαπράχθηκε ή να αποδειχθεί η ενοχή ή η αθωότητα τού κατηγορουμένου, αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο, απόδειξη αρχ.… … Dictionary of Greek
προαναπείθω — Α διαβεβαιώνω προκαταβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναπείθω «πείθω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι»] … Dictionary of Greek