ὀχεά

ὀχεά

ὀχεά, , poet. = χειά, Höhle, Nic. Ther. 139.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀχεά — ὀχεά̱ , ὀχεά cave fem nom/voc/acc dual ὀχεά̱ , ὀχεά cave fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχεά — ὀχεά, ιων. τ. όχεή, συνηρ. τ. ὀχή, ἡ (Α) οπή, σπήλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνητός όρος τής ελληνιστικής εποχής, παρλλ. τού τ. χειή «οπή» (πρβλ. ὀκρυόεις*: κρυόεις)] …   Dictionary of Greek

  • ὀχέα — ὀχέᾱ , ὀχεύς anything used for holding masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχεα — ὄχος carriage neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχεάς — ὀχεά̱ς , ὀχεά cave fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχεῆς — ὀχεά cave fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχεῇσιν — ὀχεά cave fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχέας — ὀχέᾱς , ὀχεύς anything used for holding masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροταλίζω — και κροταλώ και κροταλιώ και κουρταλώ (AM κροταλίζω, Μ και κρουταλίζω και κουρταλίζω) [κρόταλον] 1. παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα ή κάνω κάτι για να παραχθεί ήχος όμοιος με εκείνον τών κροτάλων («αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι… …   Dictionary of Greek

  • κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”