ἀ-χειρο-ποίητος

ἀ-χειρο-ποίητος

ἀ-χειρο-ποίητος, nicht mit Händen gemacht, N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοποίητος — θεοποίητος, ον (AM) ο πλασμένος από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ποιητος (< ποιώ), πρβλ. πατρο ποίητος, χειρο ποίητος] …   Dictionary of Greek

  • ιπποποίητος — ἱπποποίητος, ον (Α) αυτός που προξενήθηκε από άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππό) * + ποίητος (< ποιῶ), πρβλ. βου ποίητος, χειρο ποίητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”