ὀχεύτρια

ὀχεύτρια

ὀχεύτρια, , fem. zu ὀχευτής, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οχεύτρια — ὀχεύτρια, ἡ (Α) [οχεύω] ακόλαστη, ασελγής γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • ὀχεύτριαν — ὀχεύτρια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχευτής — ο (ΑΜ ὀχευτής, Α θηλ. ὀχεύτρια) [οχεύω] αρσενικό ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική μίξη με θηλυκό, επιβήτορας, βατευτής αρχ. μτφ. (για πρόσ.) ακόλαστος, ασελγής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”