- ὀχετεία
ὀχετεία, ἡ, das Führen eines Grabens, Ableiten durch einen Kanal, Wasserleitung; Arist. part. an. 3, 5; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀχετεία, ἡ, das Führen eines Grabens, Ableiten durch einen Kanal, Wasserleitung; Arist. part. an. 3, 5; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀχετεία — ὀχετείᾱ , ὀχετεία conducting fem nom/voc/acc dual ὀχετείᾱ , ὀχετεία conducting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετείᾳ — ὀχετείᾱͅ , ὀχετεία conducting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχετεία — ὀχετεία, ἡ (Α) [οχετεύω] διοχέτευση νερού με αγωγό, άρδευση με οχετό … Dictionary of Greek
ὀχετείας — ὀχετείᾱς , ὀχετεία conducting fem acc pl ὀχετείᾱς , ὀχετεία conducting fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετείαν — ὀχετείᾱν , ὀχετεία conducting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετείαις — ὀχετεία conducting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)