- ἀχερωΐς
ἀχερωΐς, ίδος, ἡ, Silberpappel, populus alba, Il. 13, 389. 16, 482; von Ἀχέρων, weil sie Herakles aus der Unterwelt herausgeholt haben soll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχερωΐς, ίδος, ἡ, Silberpappel, populus alba, Il. 13, 389. 16, 482; von Ἀχέρων, weil sie Herakles aus der Unterwelt herausgeholt haben soll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχερωίς — ἀχερωΐς , ἀχερωίς white poplar fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχερωίς — ἀχερωΐς ( ίδος), η (Α) 1. η λεύκα 2. φρ. «Ἀχερωΐδες ὄχθαι» οι όχθες του Αχέροντος της Μικράς Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράγωγο ενός θ. αχερω (ή αχερωσ ή αχερωF ) με επίθημα ις. Από τους αρχαίους θεωρήθηκε, ίσως παρετυμολογικά, παράγωγο του Αχέρων… … Dictionary of Greek
Ἀχερωίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχερωίδα — Ἀχερωίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχερωίδες — Ἀχερωίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχερωίδι — Ἀχερωίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχερωίδος — Ἀχερωίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχερωίδα — ἀχερωΐδα , ἀχερωίς white poplar fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχερωίδες — ἀχερωΐδες , ἀχερωίς white poplar fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχερωίδι — ἀχερωΐδι , ἀχερωίς white poplar fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχερωίδος — ἀχερωΐδος , ἀχερωίς white poplar fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)