- ἀ-χαράκωτος
ἀ-χαράκωτος, nicht verpallisadirt, unbefestigt, Pol. 10, 11; Plut. Mar. 20. – Adv. -κώτως, App.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-χαράκωτος, nicht verpallisadirt, unbefestigt, Pol. 10, 11; Plut. Mar. 20. – Adv. -κώτως, App.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαρακωτός — ή, ό, Ν [χαρακώνω] αυτός που έχει γραμμές που έχουν γίνει με χάρακα, χαρακωμένος («χαρακωτό χαρτί»). επίρρ... χαρακωτά Ν με χάραξη γραμμών … Dictionary of Greek
χαρακωτός — ή, ό αυτός που έχει χαράγματα, αυτός που έχει γραμμές που χαράχτηκαν με χάρακα: Πήρε χαρακωτό τετράδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)